- φυσιοδιφικός
- η , ό[ν]1) природоведческий; естествоведческий; 2) минералогический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσιοδιφικός — ή, ό, Ν [φυσιοδίφης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυσιοδίφη … Dictionary of Greek
φυσιοδιφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έργο του φυσιοδίφη (βλ. λ.), που είναι του φυσιοδίφη: Φυσιοδιφικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)